- ἀμεθύστινος
- ἀμεθύστινοςof amethystmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμεθύστινος — ἀμεθύστινος, η ον (Α) [ἀμέθυστος] από λίθο αμέθυστο* … Dictionary of Greek
ἀμεθύστινοι — ἀμεθύστινος of amethyst masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)